- Πανικοῦ
- Πᾱνικοῦ , Πανικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεχρί — Κοινή ονομασία φυτών του γένους πανικό (Panicum), της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Στην Πελοπόννησο ονομάζεται βουρί και στη Μακεδονία μπερνίτσα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως το πανικό το μιλιόμορφο (Panicum miliaceum). Η… … Dictionary of Greek
Ελ Ες Ντι — (LSD). Συνθετική παραισθησιογόνος ουσία. Πρόκειται για τη διαιθυλαμίδη του λυσεργικού οξέος, παραισθησιογόνο που παρασκευάστηκε συνθετικά στο εργαστήριο το 1938 και κατόπιν ανακαλύφθηκε στη γύρη φυτού. Σε υγρή μορφή εμποτίζεται σε μικρά κομμάτια… … Dictionary of Greek
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… … Dictionary of Greek
δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… … Dictionary of Greek
καπνογόνο — Ειδική συσκευή που σχηματίζει νέφη καπνού, με σκοπό την απόκρυψη περιοχών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από εχθρικά βλέμματα. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται πολύ συχνά ως συνώνυμο του νεφογόνου, αν και οι νεφογόνες ουσίες παράγουν και διαχέουν στην… … Dictionary of Greek
Κλέαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σπαρτιάτης στρατηγός (450; – 401 π.Χ.). Διετέλεσε πολλές φορές ναύαρχος των Λακεδαιμονίων κατά την τελευταία περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου. Το 403 διορίστηκε αρμοστής της πόλης του Βυζαντίου. Η… … Dictionary of Greek
Λιτλ Ρίτσαρντ — (Little Richard, Μέικον 1932 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού μουσικού και συνθέτη Ρίτσαρντ Γουέιν Πένιμαν (Richard Wayne Penniman). Ως έφηβος τραγουδούσε γκόσπελ με παραδοσιακά αφροαμερικανικά φωνητικά σχήματα. Το 1951 κέρδισε σε έναν… … Dictionary of Greek